τορπιλ(λ)ητής

τορπιλ(λ)ητής
ο торпедист, торпедник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τορπιλ(λ)ητής" в других словарях:

  • τορπιλ(λ)ητής — ο, Ν ναυτ. υπαξιωματικός ή ναύτης τού πολεμικού ναυτικού ο οποίος χειρίζεται τις τορπίλες κατά τη βολή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η, μέσω ενός ρ. *τορπιλ(λ)ώ (πρβλ. πυροβολη τής). Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. τορπιλληταί, μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • τορπιλ(λ)ητικός — ή, ό, Ν [τορπιλ(λ)ητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τορπιλητή ή στην τορπίλη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»